- Φαίακα
- Φαίᾱκα , ΦαίαξPhaeacianmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φαίαξ — ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, ηκος, Α συν. στον πληθ. οι Φαίακες μυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο τού Ποσειδώνος και τής Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο… … Dictionary of Greek
λοκρός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Μαίρας, κόρης του Προίτου και της Αντείας. Βοήθησε τον Αμφίωνα και τον Ζήθο να χτίσουν τη Θήβα. 2. Γιος του Δία και της Μεγακλούς ή Μεγακλίτης, κόρης του Μάκαρα, και αδελφός της Θήβης. Βοήθησε… … Dictionary of Greek
Ναυσίθοος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ποσειδώνα και βασιλιάς των Φαιάκων. Είχε αποκτήσει από την Περίβοια τον Αλκίνοο και τον Ρηξήνορα. 2. Γιος του Οδυσσέα από τη νύμφη Καλυψώ. 3. Ναύκληρος του Θησέα, μαζί με τον Φαίακα … Dictionary of Greek